Οι εξετάσεις υπογονιμότητας που απαιτούνται είναι άμεσα εξαρτώμενες από την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Κάποιες συνηθισμένες διαγνωστικές εξετάσεις οι οποίες γίνονται είναι:
- Ανάλυση Σπέρματος . Μια εξέταση σπέρματος πραγματοποιείται από ένα δείγμα πρόσφατου σπέρματος. Το δείγμα σπέρματος θα εξεταστεί ως προς 3 παραμέτρους:• τον αριθμό των σπερματοζωαρίων ανά ml (φυσιολογική τιμή: πάνω από 20 εκατ. / ml)
• την κινητικότητα τους (φυσιολογική τιμή: τουλάχιστον 50%) και
• το ποσοστό των σπερματοζωαρίων με ανώμαλη μορφολογία (φυσιολογική τιμή: τουλάχιστον 15%).Ένα φυσιολογικό δείγμα σπέρματος έχει όγκο τουλάχιστον 2 ml. Σημαντικό: πριν από την ανάλυση σπέρματος, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν προηγηθεί 2-4 μέρες (ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο), διαφορετικά τα αποτελέσματα της ανάλυσης δε θα είναι σωστά.
Μια μέτρηση περίπου 20 εκατομμυρίων σπερματοζωαρίων ανά ml, θεωρείται επαρκής για την επίτευξη φυσιολογικής σύλληψης. Παρ’ όλα αυτά, σύλληψη μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και εάν α αριθμός των σπερματοζωαρίων είναι χαμηλότερος, υπό τον όρο ότι η γυναίκα έχει φυσιολογικά επίπεδα γονιμότητας. Το δείγμα σπέρματος θα πρέπει να περιέχει παραπάνω από 50% κινητών σπερματοζωαρίων. Σε περιπτώσεις όπου ο όγκος του σπέρματος είναι χαμηλότερος, οι μέθοδοι εξωσωματικής θεραπείας (IVF) ή μικρογονιμοποίησης (ICSI) ενδεχομένως να κριθούν απαραίτητες.
Σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται παντελής απουσία σπερματοζωαρίων κατά την ανάλυση σπέρματος (αζωοσπερμία). Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε γιατί υπάρχει κάποιο εμπόδιο στην επιδιδυμίδα ή γιατί υπάρχει πρόβλημα στην παραγωγή σπερματοζωαρίων.
Το σπέρμα θα εξεταστεί επίσης για «αντισπερματικά αντισώματα». Τα αντισώματα είναι μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος, δηλαδή του μηχανισμού άμυνας του σώματος ενάντια στα «ξένα σώματα», π.χ. βακτήρια, ιούς κλπ. Μερικές φορές το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας αναγνωρίζει το σπέρμα του άντρα ως «ξένο σώμα» και παράγει αντισώματα εναντίον του. Αλλά υπάρχει και η περίπτωση ο ίδιος ο άντρας να αναπτύξει αντισώματα κατά του ίδιου του σπέρματός του!
Τα αντισπερματικά αντισώματα «επιτίθενται» στα σπερματοζωάρια και προκαλούν συγκόλληση των σπερματοζωαρίων, με αποτέλεσμα να χάνουν την κινητικότητα τους και άρα χάνουν την ικανότητα να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Τα αντισώματα αυτά ανιχνεύονται στο σπέρμα, στην τραχηλική βλέννα ή στο αίμα του άντρα ή της γυναίκας.
Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι εξετάσεις ζωτικότητας του σπέρματος μετά από π.χ. 12 ή 24 ώρες δεν έχουν καμία θεραπευτική αξία.
- DNA Fragmentation Index (DFI). Τουλάχιστον στο 30% των περιπτώσεων ανδρικής υπογονιμότητας, η πραγματική αιτία της υπογονιμότητας είναι άγνωστη. Οι μέθοδοι αξιολόγησης της ανδρικής υπογονιμότητας στην ουσία περιορίζονταν στην ανάλυση σπέρματος, η οποία μετράει 3 παραμέτρους: αριθμό, κινητικότητα και μορφολογία σπερματοζωαρίων. Νέες επιστημονικές μελέτες ενοχοποιούν το βαθμό διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια ως παράγοντα πρόβλεψης της ανδρικής υπογονιμότητας. Ο βαθμός διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια μετριέται με την εξέταση DFI (DNA fragmentation index).Η επιστημονική έρευνα υποδεικνύει πως τα σπερματοζωάρια με υψηλό ποσοστό διάσπασης του DNA (γενετικό υλικό) έχουν μικρότερη πιθανότητα να δώσουν μια υγιή εγκυμοσύνη. Μια στατιστική ανάλυση εκατοντάδων δειγμάτων σπέρματος έδειξε πως οι άντρες με ποσοστό διάσπασης του DNA μεγαλύτερο από 30% στα σπερματοζωάρια έχουν σημαντικά μειωμένο δυναμικό γονιμότητας (λιγότερες εγκυμοσύνες, διπλάσιες αποβολές). Στο παρελθόν το «χρυσό πρότυπο» για την αξιολόγηση της ανδρικής υπογονιμότητας ήταν η ανάλυση σπέρματος. Σήμερα ξέρουμε ότι κάποια δείγματα σπέρματος που δείχνουν φυσιολογικά κατά την παραδοσιακή ανάλυση σπέρματος είναι πιθανό να έχουν εκτεταμένη διάσπαση του DNA.
Σε μια μελέτη με 700 περιπτώσεις εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF) με μικρο-γονιμοποίηση (intracytoplasmic sperm injection – ICSI), σημειώθηκε επίτευξη εγκυμοσύνης σε ποσοστό μικρότερο του 1%, όταν το ποσοστό διάσπασης του DNA ήταν μεγαλύτερο από το 30%. Σε μια άλλη μελέτη, επιβεβαιώθηκε ότι αν το ποσοστό διάσπασης του DNA είναι μεγαλύτερο από 30%, αυτό αποτελεί σημαντικό παράγοντα υπογονιμότητας. Αντίθετα, οι άντρες που είχαν ποσοστό διάσπασης 15% ή μικρότερο, είχαν επίτευξη εγκυμοσύνης μέσα στους 3 πρώτους μήνες.
Σε μια άλλη μελέτη με 998 κύκλους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (387 σπερματέγχυση, 388 εξωσωματική γονιμοποίηση, 223 μικρο-γονιμοποίηση) από 637 ζευγάρια φάνηκε ότι, αν το ποσοστό διάσπασης του DNA είναι μικρότερο του 30%, δεν υπάρχει διαφορά στα αποτελέσματα της απλής εξωσωματικής γονιμοποίησης και μικρο-γονιμοποίησης. Αν όμως το ποσοστό διάσπασης είναι μεγαλύτερο του 30%, τότε θα πρέπει να προτιμάται η μικρο-γονιμοποίηση ως μέθοδος, γιατί τότε η πιθανότητα για επίτευξη εγκυμοσύνης είναι 3 φορές υψηλότερη με μικρο-γονιμοποίηση σε σχέση με την απλή εξωσωματική.
Διαβάστε το σχετικό επιστημονικό άρθρο:
‘Sperm DNA integrity assessment in prediction of assisted reproduction technology outcome’
Human Reproduction Vol.22, No.1 pp. 174–179, 2007Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εξηγούν γιατί ένας άντρας έχει υψηλό ποσοστό διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια και άρα αντιμετωπίζει υπογονιμότητα. Τέτοιοι παράγοντες είναι :
• Η σεξουαλική αποχή (αραιές εκσπερματίσεις)
• Η ηλικία (το ποσοστό διάσπασης του DNA αυξάνει σημαντικά μετά το 46)
• Το κάπνισμα
• Η έκθεση σε υψηλά επίπεδα ρύπων στον αέρα
• Η έκθεση σε παρατεταμένη ζέστη στην περιοχή των όρχεων π.χ. επαγγελματίες οδηγοί
• Ο τραυματισμός όρχεων ή ιστορικό καρκίνου όρχεως
• Η έκθεση σε χημικές ουσίες ή ακτινοβολίαΩστόσο η εξέταση DFI είναι μια νέα τεχνική και απαιτούνται περισσότερες μελέτες ώστε να αποδειχθεί η πραγματικής θέση αυτής της εξέτασης. Στο «γέννημα» προτείνουμε να πραγματοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:
• Επανειλημμένες αποτυχίες εμφύτευσης
• Προηγούμενη αποτυχία γονιμοποίησης
• Χαμηλή ποιότητα εμβρύων
• Πολλαπλές Αποβολέσ