Πολλαπλές αποβολές

Ο κίνδυνος αποβολής αυξάνει όσο αυξάνει η ηλικία της γυναίκας, συνολικά όμως περίπου το 15% των κυήσεων καταλήγουν σε αποβολή. Περίπου το 13% των επιβεβαιωμένων πρώτων κυήσεων καταλήγουν σε αποβολή. Το ποσοστό μιας δεύτερης διαδοχικής αποβολής είναι 17%. Όμως μετά από 2 διαδοχικές αποβολές, το ποσοστό αποβολής ανεβαίνει στο 35 με 40% και αυξάνει περαιτέρω με κάθε επόμενη αποβολή. Περίπου 5% των ζευγαριών που επιτυγχάνουν εγκυμοσύνη έχουν 2 διαδοχικές αποβολές και 2% των ζευγαριών έχουν 3 ή περισσότερες.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια, τα αίτια των πολλαπλών αποβολών ήταν άγνωστα. Πιο πρόσφατα όμως έχουν αποκαλυφθεί σε μεγάλο βαθμό οι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί. Υπάρχουν λοιπόν 2 βασικές αιτίες για τις πολλαπλές αποβολές: είτε υπάρχει πρόβλημα με το ίδιο το έμβρυο (π.χ. χρωμοσωμική ανωμαλία) που δεν επιτρέπει την εμφύτευση ή την ανάπτυξη του εμβρύου είτε υπάρχει πρόβλημα στο περιβάλλον της μήτρας (ανατομικό, ορμονικό ή ανοσολογικό), εκεί δηλαδή όπου πρόκειται να αναπτυχθεί το έμβρυο. Πιο αναλυτικά:

Α. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΜΒΡΥΟ

•  Χρωμοσωμικές ανωμαλίες εμβρύου

Τουλάχιστον 60-90% των αυτόματων αποβολών συμβαίνουν λόγω μιας χρωμοσωμικής ανωμαλίας κατά τη γονιμοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι είτε το ωάριο είτε το σπερματοζωάριο έφερε μια γενετική (χρωμοσωμική) ανωμαλία. Αυτού του είδους οι αποβολές είναι ένας μηχανισμός άμυνας της φύσης προκειμένου να μη γεννιούνται μωρά με σοβαρά προβλήματα υγείας. Επειδή αυτού του είδους οι γενετικές ανωμαλίες στα ωάρια ή στα σπερματοζωάρια είναι τυχαία γεγονότα και άρα είναι σπάνιες, τέτοιου είδους αποβολές συνήθως δεν επαναλαμβάνονται.

Προκειμένου να διαγνώσουμε το γενετικό αίτιο των επαναλαμβανόμενων αποβολών, μπορεί να γίνει η εξέταση του «καρυότυπου» (δηλ. των χρωμοσωμάτων) του εμβρυϊκού ιστού. Με αυτού του τύπου την εξέταση δίνεται σε πολλά ζευγάρια η εξήγηση για ποιο λόγο συμβαίνουν επαναλαμβανόμενες αποβολές.

Σε περίπου 1-5% των ζευγαριών, η εξήγηση για τις πολλαπλές αποβολές είναι η χρωμοσωμική ανωμαλία ενός από τους γονείς. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί με μια εξέταση αίματος – το δείγμα υποβάλλεται σε εξέταση καρυότυπου. Το συνηθέστερο πρόβλημα είναι κάποια δομικά προβλήματα των χρωμοσωμάτων: αν ένα χρωμόσωμα έχει κοπεί σε ένα σημείο ή αν λείπει ένα τμήμα αυτό ονομάζεται «διαγραφή». Αλλιώς μπορεί να ανιχνευθεί «μετατόπιση», δηλαδή ένα τμήμα από ένα χρωμόσωμα εντοπίζεται σε άλλη θέση.

Αν ο καρυότυπος είναι φυσιολογικός, τότε η αποβολή δεν οφειλόταν σε χρωμοσωμική ανωμαλία. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ελεγχθούν και άλλοι παράγοντες (προβλήματα στη μήτρα, στο ορμονικό προφίλ, στο σπέρμα, στο ανοσοποιητικό κλπ) και να αποκλεισθούν πριν να διαβεβαιωθεί το ζευγάρι ότι η αποβολή ήταν ένα τυχαίο γεγονός και να συνεχίσουν την προσπάθεια για την επίτευξη εγκυμοσύνης.

Αν όμως ο καρυότυπος εμφανίζει μια ανωμαλία, τότε είναι αυξημένη η πιθανότητα για αποβολές και πρέπει να γίνει εξατομικευμένη προσέγγιση του ζευγαριού ανάλογα με τη χρωμοσωμική ανωμαλία που εντοπίζεται. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη και η συμβουλή ενός γενετιστή.

                         • Χαμηλό απόθεμα ωαρίων στις ωοθήκες  –  LOW OVARIAN RESERVE

Η ηλικία είναι κρίσιμος παράγοντας για τη συχνότητα των αποβολών που παρατηρούνται: στα 28 μια γυναίκα έχει 10% πιθανότητα να αποβάλλει, ενώ από τα 40 και πάνω έχει 1 στις 3 (~33%).

Μια μεγάλη μερίδα των γυναικών που έχουν πολλαπλές αποβολές είναι αυτές που έχουν χαμηλό απόθεμα ωαρίων στις ωοθήκες τους . Το αίτιο για τις αποβολές είναι η κακή ποιότητα ωαρίων, τα οποία εμφανίζουν γενετικές ανωμαλίες, άρα και τα έμβρυα που προκύπτουν έχουν και αυτά γενετικές ανωμαλίες.

Οι γυναίκες αυτές μπορεί να μην έχουν κανένα άλλο πρόβλημα, παρά μόνο το ότι τα ωάριά τους είναι «ηλικιωμένα» και άρα «χαμηλής ποιότητας». Πιθανότατα τα ωάρια γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας οπτικά να είναι άριστα, όμως έχει αποδειχθεί ότι τα έμβρυα που δημιουργούνται έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό χρωμοσωμικά προβλήματα (εξαιτίας προβλημάτων στον πυρήνα, δηλαδή στο γενετικό υλικό των ωαρίων).

Διαβάστε εδώ σχετικά επιστημονικό άρθρο:

Preimplantation genetic screening in women of advanced maternal age caused a decrease in clinical pregnancy rate: a randomized controlled trial
Human Reproduction Vol.23, No.12 pp. 2806–2812, 2008

•  Προβλήματα στο σπέρμα

Ένας άλλος παράγοντας που θεωρείται ότι προκαλεί πολλαπλές αποβολές είναι η κακή ποιότητα σπέρματος. Όταν ένα σπερματοζωάριο είναι μη-φυσιολογικό, τότε το έμβρυο που προκύπτει παρουσιάζει προβλήματα.

Τουλάχιστον στο 30% των περιπτώσεων ανδρικής υπογονιμότητας, η πραγματική αιτία του προβλήματος στο σπέρμα είναι άγνωστη. Οι μέθοδοι αξιολόγησης της ανδρικής υπογονιμότητας στην ουσία περιορίζονταν στην αναλύση , η οποία μετράει 3 παραμέτρους: αριθμό, κινητικότητα και μορφολογία σπερματοζωαρίων. Σε πολλές μελέτες έχει αναφερθεί ότι η επίδραση του σπέρματος στην ποιότητα του εμβρύου και στην επιτυχία της εγκυμοσύνης δεν έχει σχέση με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Αν το γενετικό υλικό στο σπέρμα έχει υποστεί φθορές, τότε έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη του εμβρύου. Κλινικά αυτό μπορεί να φανεί ως αποβολή.

Νέες επιστημονικές μελέτες ενοχοποιούν το βαθμό διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια ως παράγοντα πρόβλεψης της ανδρικής υπογονιμότητας. Ο βαθμός διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια μετριέται με την εξέταση DFI (DNA fragmentation index).

Η επιστημονική έρευνα υποδεικνύει πως τα σπερματοζωάρια με υψηλό ποσοστό διάσπασης του DNA (γενετικό υλικό) έχουν μικρότερη πιθανότητα να δώσουν μια υγιή εγκυμοσύνη. Μια στατιστική ανάλυση εκατοντάδων δειγμάτων σπέρματος έδειξε πως οι άντρες με ποσοστό διάσπασης του DNA μεγαλύτερο από 30% στα σπερματοζωάρια έχουν σημαντικά μειωμένο δυναμικό γονιμότητας (λιγότερες εγκυμοσύνες, διπλάσιες αποβολές). Στο παρελθόν το «χρυσό πρότυπο» για την αξιολόγηση της ανδρικής υπογονιμότητας ήταν η ανάλυση σπέρματος. Σήμερα ξέρουμε ότι κάποια δείγματα σπέρματος που δείχνουν φυσιολογικά κατά την παραδοσιακή ανάλυση σπέρματος είναι πιθανό να έχουν εκτεταμένη διάσπαση του DNA.

Διαβάστε εδώ σχετικό επιστημονικό άρθρο:

Sperm DNA integrity assessment in prediction of assisted reproduction technology outcome
Human Reproduction Vol.22, No.1 pp. 174–179, 2007

Σε κάθε περίπτωση, οι μελέτες για το βαθμό διάσπασης του DNA στα σπερματοζωάρια είναι σε αρχικό στάδιο. Η κλινική αξία της εξέτασης DFI μένει να επιβεβαιωθεί.

 Β. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ  ΜΗΤΕΡΑΣ

  •  Ορμονική Διαταραχή– Χαμηλα Επιπεδα Προγεστερονης

Μερικές γυναίκες πιθανόν να αποβάλλουν εξαιτίας χαμηλών επιπέδων της ορμόνης προγεστερόνης. Η προγεστερόνη παράγεται μετά την ωορρηξία και είναι απαραίτητη για την εγκυμοσύνη, γιατί βοηθάει στην εμφύτευση του εμβρύου. Όταν τα επίπεδα αυτής της ορμόνης είναι χαμηλά, τότε είναι δύσκολο για το έμβρυο να εμφυτευτεί στο ενδομήτριο. Οι γυναίκες που έχουν κύκλο λίγων ημερών είναι πιο επίφοβες για τέτοιου είδους προβλήματα, ειδικά αν το διάστημα μεταξύ της ωορρηξίας και της περιόδου είναι μικρότερο από 12 μέρες. Η διάγνωση σε αυτές τις περιπτώσεις επιβεβαιώνεται με μια εξέταση αίματος (χαμηλά επίπεδα προγεστερόνης μια εβδομάδα μετά την ωορρηξία) και με μια βιοψία του ενδομητρίου. Σε αυτή την περίπτωση χορηγείται στη γυναίκα προγεστερόνη για τις 2 τελευταίες εβδομάδες του κύκλου.Ωστόσο, νεότερα δεδομένα υποδηλώνουν πως μερικές φορές τα επίπεδα προγεστερόνης είναι χαμηλά ακριβώς επειδή η ωορρηξία-κύηση δεν εξελίσσεται ομαλά, γιατί υπάρχει δηλαδή κάποιο πρόβλημα.

  • Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών

Κανένας δε γνωρίζει γιατί ακριβώς οι γυναίκες με Συνδρομο Πολυκυστικων Ωοθηκών αποβάλλουν πιο συχνά. Η ισχύουσα θεωρία είναι ότι στις γυναίκες αυτές οι ωοθήκες παράγουν μεγάλες ποσότητες της ορμόνης LH (ωχρινοποιητική ορμόνη) και ανδρογόνων. Αυτές οι γυναίκες έχουν συνήθως και αντίσταση στην ινσουλίνη.Τα υψηλά επίπεδα LH, ανδρογόνων και ινσουλίνης πιθανόν να προκαλούν προβλήματα στα ωάρια, τα οποία, κατά τη φάση της ωορρηξίας, δεν είναι υγιή. Εάν γονιμοποιηθεί ένα τέτοιο ωάριο, είναι πιθανό ότι και το έμβρυο δε θα είναι υγιές και άρα απορρίπτεται από το σώμα της γυναίκας μετά από 6-8 εβδομάδες (αποβολή).Σε αυτές τις γυναίκες έχει νόημα η ρύθμιση της ορμονικής διαταραχής (LH, ανδρογόνα ινσουλίνη), έτσι ώστε κατά την γονιμοποίηση το ωάριο να είναι υγιές και να δώσει ένα υγιές έμβρυο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με 3 τρόπους, ανάλογα τη βαρύτητα της κάθε περίπτωσης:

• απώλεια βάρους και άσκηση
• φαρμακευτική αγωγή
• λαπαροσκοπική διαθερμία ωοθηκών

  • Προβλήματα στη μήτρα

Οι αποβολές που οφείλονται σε προβλήματα στη μήτρα προκαλούνται από τα κάτωθι:

Συγγενείς ανωμαλίες στη μήτρα με τις οποίες γεννιέται η γυναίκα, αλλά οι οποίες δεν προκαλούν κανένα πρόβλημα μέχρι να μείνει έγκυος. Οι πιο συχνές ανωμαλίες είναι: διάφραγμα (το οποίο διαιρεί την κοιλότητα της μήτρας), μονόκερως μήτρα (έχει αναπτυχθεί μόνο το ένα ήμισυ της μήτρας), δίκερως μήτρα (η μήτρα αποτελείται από δύο κοιλότητες λόγω μη σωστής ανάπτυξής της). Όταν μια μήτρα έχει τέτοιου είδους ανωμαλίες δυσκολεύεται να υποστηρίξει την εγκυμοσύνη και για αυτό το λόγο παρατηρούνται πιο συχνές αποβολές. Όμως αυτό δε σημαίνει πως κάποιες από τις γυναίκες με τέτοιες ανωμαλίες δεν καταφέρνουν να φτάσουν χωρίς προβλήματα ως το τέλος της εγκυμοσύνης. Είναι σημαντικό να τονίσουμε επίσης πως όλες οι παραπάνω ανωμαλίες της μήτρας αποτελούν και αιτίες υπογονιμότητας (μη επίτευξης εγκυμοσύνης).

Ινομύωματα, τα οποία είναι καλοήθεις όγκοι λείου μυϊκού ιστού στο εσωτερικό της μήτρας. Τα πιο πολλά ινομυώματα δεν δημιουργούν προβλήματα στην εγκυμοσύνη, αν όμως ένα ινομύωμα είναι πολύ κοντά στο ενδομήτριο, τότε μπορεί να εμποδίσει την εμφύτευση του εμβρύου.

Συμφύσεις, που αποτελούνται από ινώδη ιστό μετά από κάποιο τραυματισμό της μήτρας. Οι συμφύσεις προκαλούν προβλήματα στην εμφύτευση του εμβρύου. Πιο συχνά δημιουργούνται μετά από μια απόξεση και ανιχνεύονται με υστεροσκοπηση  ή υστεροσαλπιγγογραφία. Μπορούν να αφαιρεθούν με υστεροσκοπίκη  χειρουργική.

Ανεπαρκής τράχηλος (αδύναμος, χαλαρός), ο οποίος, όπως πιέζεται από το έμβρυο που μεγαλώνει, ανοίγει με κίνδυνο για το έμβρυο. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε λόγω συγγενούς ανωμαλίας είτε γιατί ο τράχηλος είχε τραυματιστεί σε μια προηγούμενη εγκυμοσύνη ή αποβολή. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται περίδεση του τραχήλου, η οποία αφαιρείται 2 εβδομάδες πριν τον τοκετό ή κατά τον τοκετό. Η περίδεση είναι μια απλή επέμβαση και συνήθως γίνεται μετά τη 12 εβδομάδα κύησης με δεδομένο ότι το υπερηχογράφημα δείχνει πως το έμβρυο είναι υγιές. Στο «γέννημα» εξετάζουμε τον τράχηλο και μόνο αν υπάρχουν σημάδια ανεπάρκειας προχωράμε στην περίδεση. Η περίδεση του τραχήλου όσο κι αν είναι απλή σαν επέμβαση, δεν παύει να έχει πιθανές επιπλοκές, όπως η φλεγμονή ή η αιμορραγία, και δεν πρέπει να γίνεται αν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος.
Η διάγνωση αυτών των ανατομικών προβλημάτων γίνεται με υστεροσκόπηση ή υστεροσαλπιγγογραφία. Το υπερηχογράφημα δίνει ενδείξεις του προβλήματος, αλλά δεν παρέχει επιβεβαιωμένη διάγνωση.

Διαβάστε εδώ ένα πρόσφατο σχετικό άρθρο:

Reproductive performance of women with mullerian anomalies
Current Opinion in Obstetrics and Gynecology: June 2007 – Volume 19 – Issue 3 – p 229-237

  • Θρομβοφιλίες

Όταν ένας ασθενής έχει την τάση να δημιουργεί θρόμβους, τότε λέμε ότι έχει «θρομβοφιλία». Η θρομβοφιλία μπορεί να αποδειχθεί απειλητική για τη ζωή του ασθενούς αν ο θρόμβος εμποδίζει τη ροή του αίματος. Η θρομβοφιλία μπορεί να είναι κληρονομική ή μπορεί να προκληθεί από εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις, η παχυσαρκία, η εγκυμοσύνη, η χρήση αντισυλληπτικών, το αντι-φωσφολιπιδικό σύνδρομο ή μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα σε ακινησία.Ο γιατρός υποπτεύεται ότι πρόκειται για θρομβοφιλία αν ο ασθενής παρουσιάζει φραγμένα αγγεία σε μικρή ηλικία ή αν υπάρχει ισχυρό σχετικό οικογενειακό ιστορικό, όπως εγκεφαλικό, πνευμονική εμβολή ή θρόμβωση. Παρόλα αυτά, κάποιοι ασθενείς με θρομβοφιλία δεν έχουν συμπτώματα. Ή, ακόμα αν έχουν συμπτώματα, δε γίνεται διάγνωση γιατί η τάση για σχηματισμό θρόμβων δεν είναι ισχυρή.Η κληρονομική θρομβοφιλία προέρχεται όταν ο/η ασθενής φέρει μεταλλάξεις στα γονίδια που ελέγχουν την πήξη του αίματος. Τα γονίδια αυτά είναι η αντιθρομβίνη ΙΙΙ, η πρωτεΐνη S ή η πρωτεΐνη C. Όταν υπάρχουν μεταλλάξεις σε αυτά τα γονίδια, τότε επηρεάζεται η πήξη του αίματος και υπάρχει η τάση για δημιουργία θρόμβων.

Πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν πως υπάρχει πιθανή σχέση ανάμεσα στην κληρονομική θρομβοφιλία και τις πολλαπλές αποβολές. Οι γενετικοί παράγοντες που εξετάζονται σε αυτή την περίπτωση είναι μετάλλαξη του παράγοντα V Leiden και η μετάλλαξη G20210A της προθρομβίνης (πρόκειται για παράγοντες που ρυθμίζουν την πήξη του αίματος). Αυτές οι δύο μεταλλάξεις είναι οι πιο συχνές αιτίες κληρονομικής θρομβοφιλίας και ανιχνεύονται εύκολα με μια εξέταση αίματος. Και οι δύο αυτές μεταλλάξεις, όπως και άλλες, έχουν συσχετισθεί με τις πολλαπλές αποβολές.

Σε πρόσφατες μελέτες φάνηκε πως στους ασθενείς που αντιμετωπίζουν πολλαπλές αποβολές είναι πιθανό να ανιχνεύονται αυτοί οι δείκτες της θρομβοφιλίας. Συγκεκριμένα, σε μια μελέτη βρέθηκε πως 19% των ασθενών με αποβολή (15 στους 80) έφερε τη μετάλλαξη του παράγοντα V Leiden (ενώ στις γυναίκες χωρίς αποβολή το ποσοστό είναι 4%). Στις γυναίκες που έχουν προδιάθεση για αποβολές είναι επίσης υψηλά τα ποσοστά και άλλων δεικτών θρομβοφιλίας (μετάλλαξη προθρομβίνης, αντίσταση ενεργοποιημένης πρωτεΐνης C και ανεπάρκεια αντιθρομβίνης ΙΙΙ). Τέτοιου είδους αποτελέσματα έχουν αναφερθεί από πολλούς μελετητές, αλλά σίγουρα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση αυτού του επιστημονικού πεδίου.

Οι μεταλλάξεις σε άλλα γονίδια που ελέγχουν την πήξη του αίματος σχετίζονται με τις πολλαπλές αποβολές: παράγοντας V Leiden, παράγοντας II προθρομβίνης, ινωδογόνο, παράγοντας XIII. Μάλιστα φαίνεται πως όσες περισσότερες μεταλλάξεις έχει μια ασθενής, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα αποβολής σε αρχικό στάδιο της εγκυμοσύνης. Σε μια μελέτη, περίπου 8% των γυναικών με ιστορικό πολλαπλών αποβολών είχαν συνδυασμό παραγόντων θρομβοφιλίας, ενώ στις γυναίκες χωρίς ιστορικό αποβολών το ποσοστό αυτό ήταν 1%.

Εκτός από τις εξετάσεις για τα αντι-φωσφολιπιδικά αντισώματα, τον ερυθηματώδη λύκο και τα αντισώματα αντικαρδιολιπίνης, οι ασθενείς με πολλαπλές αποβολές θα πρέπει να κάνουν τις ακόλουθες εξετάσεις για τους δείκτες της θρομβοφιλίας:

• Αντι φωσφοτιδυλ-σερίνη
• PAI-1
• Αντιθρομβίνη ΙII
• Προθρομβίνη II
• Δραστικότητα πρωτεΐνης C
• Δραστικότητα πρωτεΐνης S
• Παράγοντας V Leiden
• Ομοκυστεΐνη
• MTHFR
• GPIα

Αν τα αποτελέσματα καθεμιάς από αυτές τις εξετάσεις δεν είναι φυσιολογικά, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για το σχηματισμό θρόμβων στην κυκλοφορία στον πλακούντα και πιθανά πνευμονική εμβολή του εμβρύου.

Τα θεραπευτικά σχήματα που προτείνονται για τη θρομβοφιλία συνήθως περιλαμβάνουν ηπαρίνη ή ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους και ασπιρίνη. Έτσι θεωρητικά βελτιώνεται η κυκλοφορία του αίματος και παρατηρείται καλύτερη ποιότητα ωαρίων και καλύτερη έκβαση της εγκυμοσύνης. Όλες οι ασθενείς που λαμβάνουν τέτοια αγωγή πρέπει να είναι υπό συνεχή παρακολούθηση σχετικά με την πήξη του αίματος.

Συνοψίζοντας, αφού έχει αποδειχθεί ότι οι κληρονομικές θρομβοφιλίες παίζουν σημαντικό ρόλο στις πολλαπλές αποβολές, οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να εξετασθούν για διαταραχές της πήξης του αίματος, ακόμα και αν δεν έχουν κλινικά συμπτώματα. Εάν εντοπισθεί θρομβοφιλία, τότε ξεκινά η κατάλληλη αγωγή και η παρακολούθηση της ασθενούς.

Σημαντικές κλινικές παρατηρήσεις:

• Ορισμένες από τις παραπάνω θρομβοφιλίες είναι πολύ συχνές.
• Οι θεραπείες που έχουν προταθεί και χρησιμοποιούνται σήμερα δεν έχει αποδειχτεί ότι βοηθάνε όλες τις ασθενείς να έχουν μια φυσιολογική εγκυμοσύνη – η αποτελεσματικότητά τους περιορίζεται σε μερικές μόνο περιπτώσεις, όχι σε όλες.
• Σε πρόσφατη κλινική μελέτη για χορήγηση διαφορετικών θεραπειών (ασπιρίνη ή ασπιρίνη και ηπαρίνη) σε γυναίκες με ανεξήγητες πολλαπλές αποβολές βρέθηκε ότι η χορήγηση αυτών των θεραπειών δεν προσφέρει καμία βοήθεια.

Διαβάστε εδώ:

Aspirin plus Heparin or Aspirin Alone in Women with Recurrent Miscarriage
New England Journal of Medicine 2010 362:1586

  • Ασθένειες

Οι ασθένειες της μητέρας που μπορεί να προκαλέσουν επαναλαμβανόμενες αποβολές είναι οι εξής:

• Θυρεοειδίτιδες, ιδιαίτερα ο υποθυρεοειδισμός, όταν δεν ελέγχεται με φαρμακευτική             αγωγή
• Σοβαρή ασθένεια της καρδιάς, του ήπατος ή των νεφρών,
• Ερυθηματώδης λύκος, μια ασθένεια (αυτοάνοσο νόσημα) κατά το οποίο ο                           οργανισμός παράγει αντισώματα  κατά των ίδιων του των ιστών,
• Σακχαρώδης διαβήτης, αδιάγνωστος ή αρρύθμιστος,
• Ενδομητριωση.

Όσον αφορά τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (π.χ. μυκόπλασμα), δεν υπάρχει απόδειξη ότι προκαλούν αποβολή.

  • Τρόπος ζωής

Αν οι γυναίκες εκτίθενται συστηματικά σε τοξικά αέρια ή χημικές ουσίες (όπως οργανικοί διαλύτες, εντομοκτόνα, λιπάσματα, βαρέα μέταλλα π.χ. λόγω επαγγέλματος), αυτό μπορεί να βλάψει το έμβρυο και να προκαλέσει αποβολή, γιατί το έμβρυο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο.

Οι γυναίκες που καπνίζουν και που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών επίσης έχουν υψηλή πιθανότητα για αποβολές.

Γ .  ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΑ  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Η κύρια λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος είναι η προστασία του οργανισμού από τις λοιμώξεις. «Απορρίπτει», δηλαδή διώχνει, τους εισβολείς (ιοί, βακτήρια) τους οποίους αναγνωρίζει ως «ξένα σώματα».
Σε κάποιες περιπτώσεις, το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αντιδρά φυσιολογικά και έτσι δημιουργούνται διάφορα προβλήματα υγείας. Σήμερα είναι ξεκάθαρο πως, όσον αφορά την αναπαραγωγή, πολλές από τις αποβολές κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης προκύπτουν εξαιτίας του ανοσοποιητικού συστήματος της γυναίκας το οποίο ενεργοποιείται κατά μη φυσιολογικό τρόπο.

Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι σε μια φυσιολογική εγκυμοσύνη το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας λειτουργεί με «ειδικό καθεστώς» προκειμένου να προστατέψει το έμβρυο και να επιτρέψει την ανάπτυξή του. Αν αυτός ο μηχανισμός δε λειτουργήσει, τότε το έμβρυο μπορεί να μην καταφέρει να εμφυτευθεί ή μπορεί να προκύψει αποβολή ή επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για τη μητέρα ή το έμβρυο. Σήμερα ακόμα δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά προτείνονται διάφορα θεραπευτικά σχήματα (ανοσοθεραπεία) από ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού (κυρίως στις Η.Π.Α.) με σκοπό να επαναφέρουν τη «σωστή» λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες για μια φυσιολογική εγκυμοσύνη.

Οι ασθενείς θα πρέπει να κατανοήσουν και να αποδεχτούν το γεγονός ότι η ανοσοθεραπεία στην υπογονιμότητα βρίσκεται ακόμα σε ερευνητικό/πειραματικό στάδιο, γιατί δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες με μεγάλους αριθμούς ασθενών έτσι ώστε τα αποτελέσματά τους να είναι στατιστικά σημαντικά και αξιόπιστα. Για αυτό το λόγο η ανοσοθεραπεία δεν είναι αποδεκτή από όλους. Επίσης, τα φάρμακα που χορηγούνται δεν έχουν λάβει επίσημη έγκριση για χρήση σε θέματα αναπαραγωγής. Μέχρι τότε, η ανοσοθεραπεία θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

Έλλειψη προστατευτικής δράσης του ανοσοποιητικού προς το έμβρυο

Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης, το έμβρυο που φέρει τα γονίδια του πατέρα (τα οποία το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας τα αναγνωρίζει ως «ξένα») επιβιώνει και συνεχίζει να αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας λειτουργεί με «ειδικό καθεστώς» όσον αφορά τη μήτρα και το έμβρυο. Για αυτό το λόγο το έμβρυο δεν απορρίπτεται σαν ξένο σώμα (όπως π.χ. γίνεται με τα μεταμοσχευμένα νεφρά). Αυτό συμβαίνει γιατί το γονιμοποιημένο ωάριο ενεργοποιεί μια προστατευτική αντίδραση από το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας και τότε επιτρέπεται η εμφύτευση του εμβρύου και η ανάπτυξή του.
Σε ζευγάρια που μοιάζουν πολύ ως προς το γενετικό τους υλικό, αυτή η αντίδραση του ανοσοποιητικού της μητέρας δεν ενεργοποιείται και το έμβρυο απορρίπτεται (αποβάλλεται).

Η θεραπεία που επίσης είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον πριν μερικά χρόνια ήταν τα λεγόμενα «αντι-πατρικά εμβόλια», τα οποία όμως είναι μια θεραπευτική προσέγγιση που έχει δημιουργήσει πολλές ερωτήσεις, αντιρρήσεις και αμφισβητήσεις. Θεωρητικά, η έκθεση της μητέρας στο ξένο γενετικό υλικό (του πατέρα) ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό της σύστημα ώστε να προστατεύει το έμβρυο, όταν αυτή μείνει έγκυος. Αυτό μπορεί να γίνει με την απομόνωση κυττάρων του αίματος από τον πατέρα και την τοποθέτησή τους στη μητέρα με εμβόλιο.

Ενώ η θεωρία της θεραπείας με τα αντι-πατρικά εμβόλια φαίνεται να έχει επιστημονική βάση, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις ΗΠΑ χωρίς να αποδειχθεί ότι προσφέρει ουσιαστικό όφελος. Αυτό οδήγησε πριν από λίγα χρόνια το FDA (Food and Drug Administration, δηλαδή τον αντίστοιχο ΕΟΦ στις ΗΠΑ) να καταργήσει δια νόμου τέτοιες θεραπείες. Τώρα πλέον η χορήγηση αντι-πατρικών εμβολίων περιορίζεται για ερευνητικούς σκοπούς σχετικά με τη θεραπεία των πολλαπλών αποβολών.

Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα

Τα φωσφολιπίδια είναι απαραίτητα για την εμφύτευση του εμβρύου και την ανάπτυξη του πλακούντα. Εάν δεχθούν επίθεση από αντισώματα (αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα, antiphospholipid antibodies, APA) τότε επηρεάζεται αρνητικά η εμφύτευση και η ανάπτυξη του εμβρύου. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου τα ΑΡΑ προκαλούν προβλήματα στην εγκυμοσύνη είναι η δημιουργία θρόμβων και η απόφραξη αγγείων έτσι ώστε εμποδίζεται η ομαλή κυκλοφορία αίματος προς το έμβρυο.

Τα κυριότερα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα που έχει αποδειχθεί ότι παίζουν ρόλο στις πολλαπλές αποβολές είναι τα αντισώματα καρδιολιπίνης (anti-cardiolipin, IgG και IgM). Το αντιπηκτικό λύκου (lupus anticoagulant) είναι επίσης σημαντικό, γιατί έχει παρόμοιο μηχανισμό δράσης (δημιουργία θρόμβων) με τα ΑΡΑ. Η παρουσία των ΑΡΑ μπορεί να ανιχνευθεί με μια εξέταση αίματος. Επειδή οι εξετάσεις αυτές είναι πολύ ευαίσθητες, καλό είναι να επαναλαμβάνονται αν βρεθούν θετικές.

Υπάρχουν 2 θεραπευτικές προσεγγίσεις: είτε με τη χορήγηση μικρής δόσης ασπιρίνης και  ηπαρίνης (που εμποδίζουν την υπερβολική πήξη του αίματος) είτε με τη χορήγηση ενός στεροειδούς (και ηπαρίνης) προκειμένου να κατασταλεί το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας που παράγει αυτά τα «μη φυσιολογικά» αντισώματα. Οι θεραπείες αυτές είναι οι μόνες που έχει αποδειχτεί ότι μειώνουν τις αποβολές.

Αντιπυρηνικά αντισώματα

Σε κάποιες γυναίκες αναπτύσσονται αντισώματα έναντι στο γενετικό υλικό (DNA) του εμβρύου, τα οποία ονομάζονται αντιπυρηνικά αντισώματα (antinuclear antibodies, ANA). Η θεραπεία είναι η χορήγηση στεροειδούς και αντιπηκτικής αγωγής.

Αυξημένα ΝΚ κύτταρα (Natural Killer cells)

Τα ΝΚ κύτταρα είναι κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που, μεταξύ άλλων, προστατεύουν το σώμα από την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων με την παραγωγή του παράγοντα νέκρωσης όγκων (Tumor Necrosis Factor, TNF). Τα κύτταρα ΝΚ βοηθούν τον οργανισμό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις.

Τα κύτταρα αυτά έχουν ενοχοποιηθεί ως υπεύθυνα για την επίθεση στο αναπτυσσόμενο έμβρυο με αποτέλεσμα την αποβολή. Έχει βρεθεί ότι στο 12% των γυναικών με 3 ή περισσότερες αποβολές και στο 35% των γυναικών με 3 ή περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης ο αριθμός των ΝΚ κυττάρων είναι αυξημένος. Σε αυτές τις γυναίκες παράγεται αυξημένη ποσότητα TNF, ο οποίος επιτίθεται στο έμβρυο και εμποδίζει την εμφύτευση.

Πολλοί γιατροί προτείνουν εξετάσεις για τη μέτρηση των επιπέδων των κυττάρων ΝΚ στο αίμα. Σε περίπτωση που ο αριθμός των ΝΚ κυττάρων είναι αυξημένος, τότε προτείνονται θεραπείες προκειμένου να κατασταλεί η λειτουργία των ΝΚ κυττάρων. Χορηγούνται  στεροειδή ή ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους ή ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη ή αντι-TNF παράγοντες (Humira).

Παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλοί γιατροί που δεν υιοθετούν αυτή την προσέγγιση γιατί:

• Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα κύτταρα NK που εντοπίζονται στο αίμα επιτίθενται στο                έμβρυο ή όχι
• Δεν έχει αποδειχθεί αν η μέτρηση και στη συνέχεια η καταστολή των κυττάρων ΝΚ               στο αίμα έχει ουσιαστική επίδραση στην πιθανότητα για μια φυσιολογική                            εγκυμοσύνη.

Παρόλο που μερικές φορές, σε δύσκολες περιπτώσεις υπογονιμότητας ή πολλαπλών αποβολών, προτείνουμε εξετάσεις και υιοθετούμε θεραπείες για τα ΝΚ κύτταρα, εντούτοις ακόμα δεν έχει αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα και η χρησιμότητά τους.  Η χρήση τους σε κάθε περίπτωση γίνεται μετά από πλήρη ενημέρωση της ασθενούς.

Διαβάστε εδώ περισσότερα από την HFEA (Human Fertilisation and Embryology Authority) της Μεγάλης Βρετανίας:

http://www.hfea.gov.uk/fertility-treatment-options-reproductive-immunology.html

  •  Ενδείξεις για ανοσολογικό έλεγχο

• Γυναίκες άνω των 35 ετών με 2 αποβολές ή 2 αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης
• Γυναίκες κάτω των 35 ετών με 3 αποβολές ή 3 αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης
• Χαμηλή απόκριση ωοθηκών μετά από διέγερση (λιγότερα από 6 ωάρια)
• Ανεξήγητη υπογονιμότητα για 3 χρόνια
• Άλλα προβλήματα του ανοσοποιητικού (ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος)
• Γυναίκες με προηγούμενη φυσιολογική εγκυμοσύνη και αποβολές κατά την προσπάθεια για δεύτερο παιδί

  • Ανοσολογικές εξετάσεις

Ανοσοφαινότυπος
Με αυτή την εξέταση ελέγχεται η παρουσία ΝΚ κυττάρων και ο αριθμός τους.

Αντιπυρηνικά αντισώματα
Αυτή η εξέταση γίνεται ελαφρώς θετική σε γυναίκες με υπογονιμότητα και πολλαπλές αποβολές.

Αντι-DNA αντισώματα
Ελέγχεται η ύπαρξη αντι-DNA αντισωμάτων.

Αντι-φωσφολιπιδικά αντισώματα
Ελέγχεται η ύπαρξη ΑΡΑ αντισωμάτων.

Άλλες εξετάσεις: χρόνος προθρομβίνης (για την πήξη του αίματος), αντιπηκτικό λύκου, αντιθυρεοειδικά αντισώματα.

  • Ανοσοθεραπεία

Όλες οι πιο κάτω θεραπείες είναι σε πειραματικό στάδιο. Τα φάρμακα που χορηγούνται δεν έχουν λάβει επίσημη έγκριση για χορήγηση στην υπογονιμότητα ή την εγκυμοσύνη. Τα φάρμακα ενδέχεται να έχουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες και μερικά είναι πολύ ακριβά.

Ασπιρίνη

Η ασπιρίνη χορηγείται σε χαμηλή δόση (75mg την ημέρα) σε γυναίκες με αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα ή ΝΚ κύτταρα είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με ηπαρίνη ή στεροειδή.
Όταν μια ασθενή λαμβάνει ασπιρίνη σε χαμηλή δόση οι αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ελάχιστες. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ασπιρίνης σε κανονική δοσολογία είναι: ναυτία, ενοχλήσεις στο στομάχι, αίμα στα κόπρανα ή, σπανιότερα, αλλεργική αντίδραση. Σε γυναίκες με ιστορικό ανεπιθύμητων ενεργειών από το γαστρεντερικό υπάρχει ασπιρίνη σε εντεροδιαλυτά δισκία που δεν προκαλούν προβλήματα στο γαστρεντερικό.
Νεότερα δεδομένα υποστηρίζουν ότι η ασπιρίνη αυξάνει τον κίνδυνο για αποβολή στα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης και για αυτό το λόγο οι ασθενείς θα πρέπει να σταματούν τη λήψη ασπιρίνης σε χαμηλή δόση αμέσως πριν την εμβρυομεταφορά (αν πρόκειται για κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης) και για το πρώτο διάστημα της εγκυμοσύνης.

Ηπαρίνη

Η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους χορηγείται ως θεραπεία σε γυναίκες με κληρονομική θρομβοφιλία λόγω μετάλλαξης του παράγοντα V (Leiden) ή στην Πρωτεΐνη C ή S. Η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους χορηγείται υποδορίως (στην περιοχή της κοιλιάς).

Αντενδείξεις για την ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους:

• Γνωστή υπερευαισθησία
• Αιμορραγία
• Θρομβοκυτταροπενία (μειωμένος αριθμός αιμοπεταλίων)
• Σοβαρή υπέρταση
• Οστεοπόρωση

Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες:

• Ήπιος ερεθισμός στο σημείο έγχυσης (πόνος, πρήξιμο,ερύθημα).
• Οστεοπόρωση μετά από παρατεταμένη χρήση. Για αυτό το λόγο συνιστάται η λήψη              συμπληρώματος ασβεστίου.

Η ασθενής πρέπει να επικοινωνήσει με το γιατρό της αν παρατηρήσει τα εξής συμπτώματα:

• Αιμορραγία της μύτης
• Αίμα στα ούρα ή στα κόπρανα
• Αιμορραγία που διαρκεί πάνω από 15 λεπτά και δεν σταματάει όταν εφαρμόζεται                πίεση
• Πρήξιμο (όχι στο σημείο της έγχυσης)

Στεροειδή

Τα στεροειδή που συνταγογραφούνται πιο συχνά είναι η δεξαμεθαζόνη και η πρεδνιζολόνη. Χορηγούνται για την καταστολή της μη φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσοποιητικού (ΑΝΑ ή αντι-DNA αντισώματα).

Η παρατεταμένη χρήση στεροειδών έχει ως αποτέλεσμα διάφορες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, κυρίως διαταραχές των υγρών και των ηλεκτρολυτών στον οργανισμό, υπέρταση, τάση για διαβήτη και λοιμώξεις, πεπτικό έλκος, οστεοπόρωση, αλλαγές στη συμπεριφορά κ.ά. Όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι παροδικές και παρέρχονται μετά το τέλος της θεραπείας. Η διακοπή της θεραπείας πρέπει να γίνεται σταδιακά, αλλιώς εμφανίζονται διάφορα συμπτώματα. Σε πλήθος μελετών έχει αποδειχθεί ότι τα στεροειδή δε διέρχονται του πλακούντα και άρα ουσιαστικά δεν υπάρχουν επιδράσεις των στεροειδών στο έμβρυο.

Ανοσοσφαιρίνη

Η ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη χορηγείται ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με την παραδοσιακή ανοσοθεραπεία (αντιπηκτικά, ανοσοκατασταλτικά) σε γυναίκες με πολλαπλές αποβολές ή υπογονιμότητα εξαιτίας ανοσολογικών προβλημάτων.

Ενδείξεις χορήγησης:

• Αυξημένος αριθμός ΝΚ κυττάρων
• Υψηλά επίπεδα ΑΝΑ
• Υψηλά επίπεδα αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων
• Ως αντικατάσταση των στεροειδών σε γυναίκες με ανεπιθύμητες ενέργειες
• Ενεργό αυτοάνοσο νόσημα (αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, ερυθηματώδης λύκος,                      ρευματοειδής αρθρίτιδα)

Η ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη παράγεται από ανθρώπινη ανοσοσφαιρίνη (κυρίως IgG, σε υψηλή συγκέντρωση) από δότες (8.000-13.000 ανά παρτίδα). Η ανοσοσφαιρίνη ελέγχεται για ασθένειες που μεταδίδονται αιματογενώς (ηπατίτιδα B και C, HIV) και μέχρι σήμερα δεν έχει αναφερθεί κανένα περιστατικό μετάδοσης HIV μετά από χορήγηση ανοσοσφαιρίνης. Όμως έχουν αναφερθεί περιστατικά μετάδοσης ηπατίτιδας από παρτίδες που δεν είχαν παρασκευαστεί με σωστό τρόπο.

Οι ασθενείς πρέπει να εξετάζονται ως προς τα επίπεδα των IgA πριν τη χορήγηση ανοσοσφαιρίνης προκειμένου να μην προκύψει σοβαρή αλλεργική αντίδραση.

Adalimumab (Humira)

Το Humira ανήκει σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων που εμποδίζουν τις επιδράσεις του TNF (παράγοντες αντι-TNF). Έχει εγκριθεί για χορήγηση σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που δεν ανταποκρίνεται σε άλλη θεραπεία. Πρόσφατα φάνηκε ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικό σε περιπτώσεις πολλαπλών αποβολών ή αποτυχιών εμφύτευσης. Η χορήγησή του πρέπει να γίνεται πριν τη θεραπεία υπογονιμότητας (π.χ. εξωσωματική γονιμοποίηση) με σκοπό τη ρύθμιση του TNF σε φυσιολογικά επίπεδα. Η χορήγησή του κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν επιτρέπεται, όπως επίσης δε θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με ενεργές λοιμώξεις, π.χ. φυματίωση.

Το Humira είναι το πρώτο πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντι-TNF αντίσωμα. Είναι δομικά και λειτουργικά πανομοιότυπο με τα αντισώματα που παράγονται φυσιολογικά στον οργανισμό μας και άρα δεν αναμένονται αλλεργικές αντιδράσεις. Το Humira χορηγείται υποδορίως κάθε 2 εβδομάδες. Οι συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες προκύπτουν στο σημείο της έγχυσης (πόνος, πρήξιμο, κνησμός). Έχουν αναφερθεί περιστατικά σοβαρών λοιμώξεων ή εκ νέου ενεργοποίησης φυματίωσης μετά από χορήγηση αντι-TNF παραγόντων. Σε περίπου 10% των ασθενών, το Humira δεν επιτυγχάνει τη μείωση των επιπέδων του TNF.

Τι πρέπει να γνωρίζει μια γυναίκα που σχεδιάζει την επόμενη εγκυμοσύνη μετά από μια αποβολή;

Αν είχατε 2 ή παραπάνω αποβολές, τότε συνήθως ακολουθούν εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί για ποιο λόγο προκύπτουν αυτές οι αποβολές. Οι συνήθεις εξετάσεις είναι οι εξής:

• Υστεροσαλπιγγογραφία ή υστεροσκόπηση για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν                        ανωμαλίες στη μήτρα,
• Εξετάσεις αίματος για την μέτρηση των επιπέδων κάποιων ορμονών π.χ.                             προγεστερόνη,
• Εξέταση αίματος για τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα και άλλους παράγοντες                 του ανοσοποιητικού
συστήματος,
• Εξετάσεις αίματος για θρομβοφιλίες,
• Εξετάσεις αίματος για σεξουαλικά μεταδιδόμενη νοσήματα,
• Εξέταση καρυότυπου για τη γυναίκα και τον άντρα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν             υπάρχουν γενετικές ανωμαλίες.

Ποιες είναι οι θεραπευτικές επιλογές για γυναίκες με πολλαπλές αποβολές;

Μερικές φορές είναι δυνατό να θεραπευτεί αυτό που προκάλεσε την αποβολή, π.χ. αφαίρεση διαφράγματος της μήτρας με υστεροσκοπική χειρουργική ή ρύθμιση της ορμονικής διαταραχής σε γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.

Ποια είναι η πιθανότητα για ένα υγιές μωρό μετά από πολλαπλές αποβολές;

Οι εξετάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω έχουν ως στόχο να αποκαλύψουν την αιτία των πολλαπλών αποβολών, παρόλα αυτά σε ένα μεγάλο ποσοστό ζευγαριών δε διαπιστώνεται κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα.

Αν η αιτία των πολλαπλών αποβολών εντοπισθεί, τότε είναι εύκολο να προχωρήσει κανείς στην αντιμετώπισή της: υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για συγκεκριμένα ενδοκρινολογικά προβλήματα ή ανωμαλίες της μήτρας.

Ακόμα όμως κι όταν δεν εντοπίζεται το πρόβλημα και όλα φαίνονται καλά (οι εξετάσεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει κάποια προφανής αιτία για τις πολλαπλές αποβολές), τότε τα καλά νέα είναι πως το πρόβλημα των αποβολών πολύ συχνά λύνεται αυτόματα, από μόνο του.  Σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα επίτευξης υγιούς εγκυμοσύνης είναι πάνω από 60%